- ἐξαμαρτάνω
- ἐξαμαρτάνωAcut. (Sp.)pres subj act 1st sgἐξαμαρτάνωAcut. (Sp.)pres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαμαρτάνω — (AM ἐξαμαρτάνω) [αμαρτάνω] αμαρτάνω, αποτυγχάνω, διαπράττω σφάλμα («σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν, Αισχύλ.) αρχ. 1. δεν πετυχαίνω τον στόχο («μἡ τι παίοντες ἐξαμαρτῶμεν», Ξεν.) 2. (για αρρώστια) θεραπεύομαι ελλειπώς 3. (για πολίτευμα) έχω σοβαρές … Dictionary of Greek
ἐξαμαρτάνῃ — ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμαρτήσῃ — ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάμαρτε — ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg ἐξά̱μαρτε , ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμαρτανομένων — ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres part mp fem gen pl ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμαρτανόντων — ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut gen pl ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμαρτησόμεθα — ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj mid 1st pl (epic) ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμαρτάνει — ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμαρτάνοντα — ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμαρτάνοντι — ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut dat sg ἐξαμαρτάνω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)